- τυμβιάς
- -άδος, ἡ, Μ(ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύμβιος — ία, ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α [τύμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος αρχ. (για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.) … Dictionary of Greek